- κοσμοϊστορικός
- -ή, -όαυτός που έχει ιστορική σημασία για όλο τον κόσμο: Η γέννηση του Χριστού ήταν κοσμοϊστορικό γεγονός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοσμοϊστορικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιστορία τού κόσμου 2. αυτός που έχει ιστορική σημασία για όλο τον κόσμο 3. πολύ σπουδαίος, πολύ σημαντικός («κοσμοϊστορικό γεγονός»). επίρρ... κοσμοϊστορικώς και ά σύμφωνα με την ιστορία τού κόσμου.… … Dictionary of Greek
κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… … Dictionary of Greek